κυλισμός

κυλισμός
κυλισμός, οῦ, ὁ (s. next entry; Hippiatr. 75, 12 [=I p. 291, 23]; Pr 2:18 Theod.) rolling, wallowing, of a swine λουσαμένη εἰς κ. βορβόρου (s. on βόρβορος) 2 Pt 2:22 (κύλισμα v.l. is prob. on the analogy of ἐξέραμα. κύλισμα is found Ezk 10:13 Sym.; JZiegler, Ezk p. 126).—DELG s.v. κυλίνδω. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυλισμός — κυλισμός, ὁ (AM) [κυλίνδω] κύλιση, κύλισμα …   Dictionary of Greek

  • κυλισμός — rolling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλισμοῖς — κυλισμός rolling masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλισμῷ — κυλισμός rolling masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλισμόν — κυλισμός rolling masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιματοκύλισμα — το και κυλισμός, ο [αιματοκυλίζω] αιματηρή σύρραξη, αιματοχυσία, φονικό …   Dictionary of Greek

  • κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… …   Dictionary of Greek

  • ροϊσμός — ὁ, Α [ροΐζω] (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τῶν ἵππων κυλισμός» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”